- ανθυποβρυχιακός
- η , ό[ν] использующийся против подводной лодки;
ανθυποβρυχιακή άμυνα — противолодочная оборона;
τό ανθυποβρυχιακον — корабль противолодочной обороны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθυποβρυχιακή άμυνα — противолодочная оборона;
τό ανθυποβρυχιακον — корабль противолодочной обороны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθυποβρυχιακός — ή, ό (για εξοπλισμό, νάρκες κ.λπ.) αυτός που προορίζεται για επίθεση εναντίον υποβρυχίων … Dictionary of Greek
ανθυποβρυχιακός — ή, ό αυτός που στρέφεται κατά των υποβρυχίων: Η χώρα έχει οργανώσει την ανθυποβρυχιακή της άμυνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek